ἐρῆμος

ἐρῆμος
ἐρῆμος, ον, fem.
A

ἐρήμη Od.3.270

, S.OC1719(lyr.), Ant.739, Tr.530 (lyr.), and in the phrase δίκη ἐρήμη (v. infr. III) : [dialect] Att. [full] ἔρημος, ον, acc. to Hdn.Gr.2.938 : [comp] Comp.

-ότερος Th.3.11

, Lys.29.1, etc. : [comp] Sup.

-ότατος Hdt.9.118

:—desolate, lonely, solitary,
1 of places,

ἐς νῆσον ἐρήμην Od.3.270

;

χῶρος Il.10.520

; τὰ ἐ. τῆς Λιβύης the desert parts.., Hdt.2.32
, cf. Th.2.17 ; ἡ ἐρῆμος (sc.χώρα) Hdt.4.18 ;

ἡ ἐρήμη Ael.NA 7.48

: pl., ib.3.26 ; empty,

πνύξ Ar.Ach.20

.
2 of personsor animals, τὰ δ' ἐρῆμα φοβεῖται (i.e. the sheep), Il.5.140 ;

ξέρξην ἔ. μολεῖν A. Pers.734

(troch.) ;

ἧσθαι δόμοις ἔ. Id.Ag.862

;

πόρτις ἐρήμα S.Tr.530

(lyr.) ;

ἔ. κἄφιλος Id.Ph.228

;

τὸν θεὸν ἔ. ἀπολιπόντε Ar.Pl.447

; freq. of poor, friendless persons, And.4.15, etc.; ἐρημότεροι, opp. δυνατώτεροι, Th.3.11;

οὐκ ὢν οὔτε τῶν ἐρημοτάτων οὔτε τῶν ἀπόρων κομιδῇ D. 21.111

;

εἰς ὀρφανὰ καὶ ἔ. ὑβρίζειν Pl.Lg.927c

;

ὄρνιθες

solitary, not gregarious,

Plu.Caes.63

: neut. as Adv., ἔρημα κλαίω I weep in solitude, E.Supp.775; ἔρημον ἐμβλέπειν to look vacantly, Ar.Fr.456.
3 of conditions,

πλάνος S.OC1114

.
II c. gen., reft of, void or destitute of,

[χώρη] ἐ. πάντων Hdt.2.32

;

ἀνθρώπων Id.4.17

, cf. 18 ;

ἀνδρῶν Id.6.23

, S.OT57 ;

Ἀθηναίων Hdt.8.65

;

στέγαι φίλων ἔ. S.El. 1405

;

Πειραιᾶ ἔ. ὄντα νεῶν Th.8.96

; τῇ ἦν ἐρημότατον τῶν πολεμίων (sc. τὸ τεῖχος) Hdt.9.118
;

[τὰ γεγραμμένα] ἀπόντος τοῦ γράψαντος ἔρημα τοῦ βοηθήσοντός ἐστιν Isoc.Ep.1.3

;

θεῶν ἔρημα εἶναι πάντα Pl.Lg. 908c

.
2 of persons, bereft of,

συμμάχων Hdt.7.160

;

πατρός S. OC1719

(lyr.);

πατρὸς ἢ μητρός Pl.Lg.927d

;

πρὸς φίλων S.Ant.919

; so ἔ. οἶκος a house without heirs, Is.7.31
.
3 with no bad sense, wanting, without,

ἐσθὴς ἐρῆμος ὅπλων Hdt.9.63

; free from,

ἀνδρῶν κακῶν ἔρημος πόλις Pl.Lg.862e

.
III ἐρήμη, rarely ἔρημος (with or more commonly without γραφή, δίκη, δίαιτα), , an undefended action, in which one party does not appear, and judgement goes against him by default, ἤλπιζε.. τὴν γραφὴν..ἐρήμην ἔσεσθαι would be undefended, Antipho 2.1.7 ;

ἐρήμῃ δίκῃ θάνατον καταγιγνώσκειν τινός Th.6.61

; δίκην εἷλον ἐρήμην I got judgement by default, D.21.81 ;

ἐρήμην αὐτὸν λαβόντες..εἷλον Lys.20.18

; τὴν ἔρημον δεδωκότα having given it by default in one's favour, D.21.85 ; ἔρημον ὦφλε δίκην he let it go by default, ib.87, cf. Antipho 5.13 ;

ἐρήμην τινὸς καταγνῶναι τὴν δίαιταν D.33.33

;

ἐρήμην καταδιαιτῆσαί τινος Id.40.17

; γενομένης ἐρήμου κατὰ Μειδίου Test. ap. eund.21.93 ; ἐρήμην κατηγορεῖν to accuse in a case where there was no defence, Pl.Ap.18c, cf. D.21.87 ; ἐρήμην or ἐξ ἐρήμης κρατεῖν, Luc.Anach.40, JTr.25 ;

ἁλῶναι Id.Tox.11

, etc.
2 unclaimed, vacant, Arist.Ath.43.4, EN1125b17, Is.3.61.
3 for ἐρήμας τρυγᾶν v. sub τρυγάω.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • έρημος — έρημος, η, ο και έρμος, η, ο 1. για πρόσωπα, αυτός που είναι μόνος, χωρίς δικούς και φίλους: Έμεινε στον κόσμο έρημη. 2. για τόπο, αυτός που είναι έρημος από ανθρώπους, ο ακατοίκητος: Έρημη ακρογιαλιά. 3. ο αφημένος, ο αφύλαχτος, ο αδέσποτος: Ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐρῆμος — desolate masc nom sg ἐρῆμος desolate masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • ἔρημος — ἔρη̱μος , ἐρῆμος desolate masc/fem nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιβυκή έρημος — Έρημος (2.000.000 τ. χλμ.) της Αφρικής. Αποτελεί το βορειοανατολικό τμήμα της Σαχάρας και εκτείνεται Δ του ποταμού Νείλου. Η Λ.έ. καλύπτει τον χώρο της ανατολικής Λιβύης, της δυτικής Αιγύπτου και τμήματος του βόρειου Σουδάν. Το βόρειο τμήμα της Λ …   Dictionary of Greek

  • Αραβική έρημος — Βραχώδης έρημος της βορειοανατολικής Αφρικής που εκτείνεται μεταξύ της κοιλάδας του ποταμού Νείλου και των ακτών της Ερυθράς θάλασσας. Πρόκειται για οροπέδιο με αρχαϊκή κρυσταλλοσχιστώδη σύσταση, που καλύπτεται από στρώματα ασβεστόλιθου και… …   Dictionary of Greek

  • Αλμυρή έρημος — Στεπώδης έκταση της Μ. Ασίας, ανάμεσα στη σιδηροδρομική γραμμή που ενώνει το Αφιόν Καραχισάρ με το Ικόνιο και τη λίμνη Τουζ Γκιολ. Ένα μέρος της λίμνης αυτής ξεραίνεται το καλοκαίρι και αποτελεί προέκταση της ερήμου. H διάβαση της Α.ε. στη… …   Dictionary of Greek

  • Γκίμπσον, έρημος — Ερημική περιοχή στη δυτική Αυστραλία, που καλύπτει το κεντρικό τμήμα της μεγάλης Αυστραλιανής ερήμου. Βλ. λ. Αυστραλία (Γεωμορφολογία) …   Dictionary of Greek

  • Ινδική έρημος — Βλ. λ. Ταρ …   Dictionary of Greek

  • ἐρῆμον — ἐρῆμος desolate masc acc sg ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc sg ἐρῆμος desolate masc/fem acc sg ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρῆμα — ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc pl ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”